Οι κωφοί άνθρωποι στις διάφορες χώρες του κόσμου συνδέονται μεταξύ τους με κοινωνικούς δεσμούς που αναφέρονται στα κοινά ενδιαφέροντα, στην επιδίωξη κοινών στόχων, στην διαμόρφωση κοινών πολιτισμικών γνωρισμάτων, στην εφαρμογή κοινών τρόπων ζωής και καθημερινής διαβίωσης και – το κυριότερο – στην ανάπτυξη και διαμόρφωση κατά το δυνατόν ενιαίας κοινωνικής ταυτότητας. Τα σχολεία κωφών ανά τον κόσμο απετέλεσαν και αποτελούν αποφασιστική διάσταση στην εκδήλωση και εφαρμογή των ανωτέρω κοινωνικών δεσμών μεταξύ των κωφών. Μέσα από αυτή την οπτική η κοινωνιολογία κάνει λόγο για κοινότητες των κωφών.
Λόγω της μεγάλης ετερογένειας και εσωτερικής ποικιλομορφίας και διαφοροποίησης, οι κοινότητες των κωφών έχουν πάντοτε αποτελέσει μεγάλη πρόκληση για την κοινωνιολογία και τους συναφείς με αυτήν κλάδους της επιστήμης. Αν και η απώλεια της ακοής προβάλλει ακόμα και σήμερα ως το χαρακτηριστικό τυπικό γνώρισμα που η ευρύτερη κοινωνία αποδίδει στις κοινότητες των κωφών εν γένει – και βάσει αυτού θεσπίζει ανάλογα νομοθετήματα ως προς την εκπαίδευση, την κοινωνική πρόνοια και την επαγγελματική αποκατάσταση των κωφών -, η κοινωνιολογική προσέγγιση καταλήγει σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα ως προς την ειδοποιό διαφορά των κοινοτήτων των κωφών σε σχέση με την ευρύτερη κοινωνία.
Στην σύγχρονη εποχή μας η κοινωνιολογία χαρακτηρίζει τις κοινότητες των κωφών ως διαφοροποιημένες γλωσσικές κοινότητες ή γλωσσικές μειονότητες. Ο κεντρικός πυρήνας μίας κοινότητας κωφών χαρακτηρίζεται από την γνώση και χρήση μίας νοηματικής γλώσσας, η οποία αποτελεί κοινωνικό υπόβαθρο για την ανάπτυξη και ενδογενή εξέλιξη της αντίστοιχης κοινότητας, όπου σμιλεύονται τα ιδιαίτερα πολιτισμικά της γνωρίσματα και – το κυριότερο – εδραιώνεται η κοινωνική ενσυνειδητότητα και ταυτότητα των μελών της κοινότητας. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η πλέον αξιόπιστη κοινωνιολογική προσέγγιση των κοινοτήτων των κωφών είναι κατά βάση κοινωνιογλωσσολογική. Καταλήγουμε πάλι στο ίδιο γενικό συμπέρασμα, όπου η σχέση γλώσσας και πολιτισμού διαμορφώνει και προωθεί τις αντίστοιχες κοινότητες. Η αποδοχή και η συμμόρφωση προς αυτό το συμπέρασμα εκ μέρους των σχολείων κωφών, στα οποία η εκπαίδευση αναδεικνύεται ως όχημα καλλιέργειας και σεβασμού της διαφορετικότητας με στόχο την ένταξη των κωφών στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο με όρους αλληλαποδοχής, αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για μία αξιόπιστη και επιτυχημένη εκπαιδευτική και παιδαγωγική προσέγγιση.
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε την μεγάλη διαφορά στην κοινωνιολογική προσέγγιση των κοινοτήτων των κωφών πριν από 30 και πλέον χρόνια σε σύγκριση με σήμερα, ώστε να διαπιστώσουμε την μεγάλη στροφή της κοινωνιολογίας προς την κοινωνιογλωσσολογική και την πολιτισμική προσέγγιση: Το 1980 δημοσιεύτηκε η μονογραφία του Paul Higgins: «Outsiders in a Hearing World: A Sociology of Deafness» (Λονδίνο, Sage, 1980), η οποία αντιμετώπιζε τους κωφούς ως άτομα στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Το 2003 δημοσιεύτηκε μία εκ διαμέτρου αντίθετη μονογραφία του Paddy Ladd: «Understanding Deaf Culture: In Search of Deafhood» (Λονδίνο, Multilingual Matters, 2003), η οποία αντιμετωπίζει τους κωφούς ως ενεργά και δημιουργικά μέλη ζωντανών κοινοτήτων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και μεταξύ αυτών και του ευρυτέρου κοινωνικού συνόλου, προβάλλοντας τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που επάγονται από την γνώση και χρήση των νοηματικών γλωσσών. Μάλιστα δε, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες τάσεις στην κοινωνιολογική αντιμετώπιση και μελέτη των κοινοτήτων των κωφών, προτείνεται και η έννοια της εθνότητας ως μεθοδολογικό εργαλείο για την διερεύνηση των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων των κοινοτήτων των κωφών.