Η ελληνική νοηματική γλώσσα (ΕΝΓ) είναι η επίσημη γλώσσα της Κοινότητας των Κωφών της Ελλάδος. Όπως κάθε νοηματική γλώσσα, έτσι και η ΕΝΓ προσλαμβάνεται οπτικά, με τα μάτια, και εκφέρεται κινητικά, με τα χέρια, τις εκφράσεις του προσώπου και τις στάσεις και κινήσεις του κεφαλιού και του σώματος γενικότερα. Η ΕΝΓ είναι μία εντελώς φυσική ανθρώπινη γλώσσα, η οποία – όπως και κάθε φυσική γλώσσα – ανταποκρίνεται πλήρως στους επικοινωνιακούς και στους πολιτισμικούς στόχους της. Η ΕΝΓ είναι πρώτη (μητρική) γλώσσα εκείνων των Ελλήνων – κωφών και μη – που γεννιούνται από κωφούς γονείς. Επίσης για τους περισσότερους κωφούς της Ελλάδος η ΕΝΓ είναι ουσιαστικά η βασική τους γλώσσα. Περαιτέρω, η ΕΝΓ αποτελεί δεύτερη γλώσσα για πολλούς ακούοντες, οι οποίοι λειτουργούν μαζί με κωφούς είτε σε προσωπικό είτε σε επαγγελματικό επίπεδο. Η ΕΝΓ έχει ήδη αναγνωριστεί με τους νόμους 2817/2000 και 3699/2008 ως ισότιμη με τα ελληνικά στην ειδική αγωγή και εκπαίδευση των κωφών μαθητών. Στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι τοπικές νοηματικές γλώσσες έχουν επίσης αναγνωριστεί.
Η πρώτη ιστορικά τεκμηριωμένη αναφορά στην νοηματική γλώσσα εν γένει έγινε το 399 π.Χ. στον διάλογο Κρατύλο του Πλάτωνος. Ο Πλάτων, ο οποίος αναφέρει τους κωφούς και σε έναν άλλο διάλογό του, τον Θεαίτητο, γενικά δείχνει θετικό πνεύμα απέναντι στην νοηματική γλώσσα και στους κωφούς – σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη. Στους αιώνες που ακολούθησαν, ιδιαίτερα μετά από την εδραίωση του Χριστιανισμού και την ανάδυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ιστορική πορεία των νοηματικών γλωσσών του Παλαιού Κόσμου διαφοροποιήθηκε ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ανατολή παρέμεινε πιστή στην Πλατωνική παράδοση, ενώ η Καθολική Εκκλησία στην Δύση ασπάστηκε τον Αριστοτέλη. Η ιστορική εξέλιξη του Βυζαντίου έδειξε θετικό πνεύμα απέναντι στις νοηματικές γλώσσες της επικράτειας, ενώ κατά τον Μεσαίωνα στην Δύση τα πράγματα ήταν μάλλον δύσκολα. Μετά από την πτώση του Βυζαντίου, κατά την Αναγέννηση και μετέπειτα κατά τον Διαφωτισμό, τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται στην Δύση, όσον αφορά στις νοηματικές γλώσσες και στην εκπαίδευση των κωφών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διατήρησε εξ αρχής το θετικό αυτό πνεύμα. Είναι, λοιπόν, εύλογο να υποθέσουμε ότι στην Ανατολή κατά την διάρκεια όλων αυτών των αιώνων η γλωσσική επαφή των κωφών στις διάφορες περιοχές επικράτειας της Βυζαντινής και της μετέπειτα Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει συμβάλει βαθμιαία σε μία εκτεταμένη γλωσσική ανταλλαγή, η οποία και μπορεί να εξηγήσει την εντυπωσιακή ομοιότητα που παρατηρούμε σήμερα σε λεξιλογιακό επίπεδο στις νοηματικές γλώσσες των σημερινών κρατών που ανέκυψαν το 1920 μετά από τον κατακερματισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι νοηματικές γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης δέχθηκαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό επίδραση από την γαλλική ΝΓ, η οποία άρχισε να γίνεται αντικείμενο συστηματικής παρατήρησης και φροντίδας ήδη από τον δέκατο όγδοο αιώνα. Με την μετανάστευση ανθρώπων από την Ευρώπη προς την Αμερική τον δέκατο έκτο, δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, η βρεταννική ΝΓ και η γαλλική ΝΓ αλληλεπέδρασαν με τοπικές νοηματικές γλώσσες των αυτοχθόνων Ινδιάνων και διαμόρφωσαν εξελικτικά την σημερινή ΝΓ των ΗΠΑ. Εδώ και μερικές δεκαετίες, αυτές οι δύο ιστορικές πορείες των νοηματικών γλωσσών μεταξύ Παλαιού και Νέου Κόσμου δείχνουν να συγκλίνουν μέσα από μία εκτεταμένη γλωσσική ανταλλαγή μεταξύ κωφών σε παγκόσμιο επίπεδο, πράγμα που διευκολύνεται από την πρόσφατη ανάπτυξη των πολυμέσων. Βλέπουμε έντονα τα φαινόμενα του γλωσσικού δανεισμού και της γλωσσικής αφομοίωσης μεταξύ πολλών νοηματικών γλωσσών σε επαφή.
Με τον πρωτοπόρο Γερμανό Wilhelm Wundt αρχίζει το 1911 η επιστημονική – με την σύγχρονη έννοια του όρου – ενασχόληση με τις νοηματικές γλώσσες στην ψυχολογία και στην εθνολογία. Μετέπειτα, επιφανείς πρωτοπόροι, όπως ο Ολλανδός Bernard Tervoort (1953) στην ψυχογλωσσολογία, ο Αμερικανός William Stokoe (1960) στην θεωρητική γλωσσολογία, ο Γάλλος André LeRoi Gourhan (1964) στην ανθρωπολογία, ο Βρετανός Gordon Hewes (1973) στην εξελικτική βιολογία, και οι Αμερικανοί Edward Klima και Ursula Bellugi (1979) στην νευρογλωσσολογία κατέδειξαν και τεκμηρίωσαν πέρα από κάθε αμφιβολία την απόλυτη ισοδυναμία νοηματικών και ομιλουμένων γλωσσών. Η ιδιαιτερότητα της γραμματικής των νοηματικών γλωσσών, η οποία σε γενικές γραμμές φαίνεται να είναι κοινή για όλες, απορρέει από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οπτικοκινητικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν δηλώνει ότι οι νοηματικές γλώσσες είναι ίδιες παντού, διότι εδώ υπεισέρχεται ο τεράστιος διαφοροποιητικός παράγοντας του λεξιλογίου.
Η ΕΝΓ ακολουθεί αυτό το γενικό γραμματικό υπόδειγμα που ισχύει ούτως ή άλλως για όλες τις νοηματικές γλώσσες και εκτυλίσσει δημιουργικά το λεξιλόγιό της για να ανταποκριθεί αξιόπιστα στην εργαλειακή χρήση της ως μέσου επικοινωνίας, καθώς επίσης και στην συμβολική χρήση της ως φορέα της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων κωφών. Οι λέξεις της ΕΝΓ αποτελούν σωματοκινητικά μορφώματα, τα οποία παράγονται συμβατικά με συνδυασμό διαμορφώσεων και (μετα)κινήσεων των χεριών, εκφράσεων του προσώπου και στάσεων του κεφαλιού και του σώματος. Οι προτάσεις και τα προτασιακά συμπλέγματα αποτελούν γραμματικά μορφώματα ανωτέρου επιπέδου, τα οποία αναδεικνύουν την ιδιαίτερη μορφολογία και την σύνταξή τους σε συνάφεια με τις λειτουργικές απαιτήσεις του τετραδιάστατου χωροχρόνου.